Καλωσορίζοντας σήμερα στην πόλη μας τον κ. Γιαννίτση τον ευχαριστώ θερμά για την τιμή που μας έκανε να δεχτεί την πρόσκλησή μας. Θα μου επιτρέψει όμως να δηλώσω δημόσια ότι αισθάνομαι ευτυχής που τον καλωσορίζω στα πρώτα βήματα ενός περιφερειακού ομίλου. Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι ειλικρινά δέος. Και αισθάνομαι δέος γιατί η περίπτωση του επιστήμονα , αλλά και του υπεύθυνου πολιτικού Γιαννίτση, μέσα στην απέραντη έρημο μιας ευθυνόφοβης πολιτικής που είχε καταληφθεί από τακτικισμούς και επικοινωνιακές τακτικές, μέσα σ αυτή, λοιπόν, την έρημο που μας έφερνε με βεβαιότητα κατ ευθείαν προς την άβυσσο, αυτή, λοιπόν την ώρα ο πολιτικός και επιστήμονας Γιαννίτσης, αποτέλεσε – και αποτελεί – μια γενναία, μοναχική και σχεδόν μοναδική εξαίρεση.
Ήταν τότε, πριν από 15 σχεδόν χρόνια, που ως υπεύθυνος Υπουργός, αλλά και υπεύθυνος επιστήμονας, τόλμησε ένα μεγάλο Όχι, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, για να αποκαταστήσει στα πραγματικά της όρια την έννοια της ευθύνης. Τόσο ως πολιτικού, όσο και ως επιστήμονα. Ήταν τότε που ενώ η πλειονότητα υπόσχονταν ακόμη τις χρυσοκέντητες στολές μιας ανύπαρκτης ευημερίας και διαμόρφωνε ένα πολυδύναμο και κατωφερές ρεύμα που οδηγούσε κατ ευθείαν στην άβυσσο, ο Τάσος Γιαννίστης, μόνος, κατάμονος, τόλμησε να φωνάξει ήρεμα, αλλά αποφασιστικά το αυτονόητο :
-Πού πάμε. Ποιον υμνολογούμε. Ο βασιλιάς είναι γυμνός.
Για να καθορίσει με «το Όχι εκείνο το σωστό», με τρόπο σαφή και αναντίλεκτο, το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι αποφάσεις ενός υπεύθυνου πολιτικού θα πρέπει να μην είναι μόνο δημοκρατικά νόμιμες. Αλλά θα πρέπει να είναι εξίσου ηθικές και δίκαιες. Και το ίσως σημαντικότερο να είναι σωστές, προκειμένου να είναι λειτουργικές και βιώσιμες. Με λίγα λόγια να είναι άριστες και όχι αρεστές, ο δε πολιτικός να είναι χρήσιμος και όχι μόνο ευχάριστος.
Ακριβώς αυτό έκανε τότε ο κ. Γιαννίτσης: Ως υπεύθυνος πολιτικός, που, από τη θέση του Υπουργού Οικονομικών, διαχειρίζονταν τις τύχες του παρόντος μιας χώρας ολόκληρης, αλλά και του μέλλοντός της, επέλεξε να είναι χρήσιμος και δυσάρεστος, όπως επέβαλλε η σκληρή πραγματικότητα, αντί του να είναι ευχάριστος, όπως (εν τη αγνοία τους;) επιθυμούσαν οι περισσότεροι, αλλά επιζήμιος.
Και μ΄ «εκείνο τ΄Όχι το σωστό» ταυτόχρονα αποκατέστησε στα μάτια μιας εθελοτυφλούσας σχεδόν κοινωνίας, και το κύρος του επιστήμονα. Του οποίου το χρέος σε κάθε περίπτωση, παραμένει αμετακίνητα ένα: Να διερευνά την πραγματικότητα και με βάση τα όσο γίνεται ακριβή δεδομένα να υποδεικνύει την ορθότερη διαχείρισή της. Κάτι που το γνωρίζουμε πολύ καλά και εμείς οι γιατροί, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε δύσκολα περιστατικά και επιλέγουμε να είμαστε χρήσιμοι και προσωρινά δυσάρεστοι, παρά ευχάριστοι και μακροχρόνια επιζήμιοι.
Προφανώς σ αυτό το δίλημμα βρέθηκε το 2001 ο κ. Γιαννίτσης . Μόνο που μπροστά του δεν είχε ένα ατομικό περιστατικό. Είχε να κάνει με ένα βαρύτατα νοσούν σύστημα που απειλούνταν με κατάρρευση. Ως υπεύθυνος επιστήμονας γνώριζε ότι στα ύφαλα της οικονομίας και στις ρωγμές που διαρκώς διευρύνονταν, επωάζονταν μια πρωτόγνωρη κρίση. Που όταν ξεσπούσε θα συμπαράσερνε όχι μόνο τους μακαρίως άδοντες στο κατάστρωμα, στην άβυσσο, αλλά και τις επόμενες γενεές.
Και με τόλμη και περισσή πολιτική υπευθυνότητα, ανέδειξε το χάσμα μεταξύ των «επίσημων» διακηρύξεων που πλειοδοτούσαν σε αστήρικτες υποσχέσεις και μιας αδήριτης, και εν πολλοίς και ανάλγητης, πραγματικότητας που υπέσκαπτε τα θεμέλιά της και έσπευσε μ΄ «εκείνο τ΄Όχι το σωστό» να προλάβει τα χειρότερα. Γιατί γνώριζε από πρώτο χέρι ότι η κατεύθυνση της επερχόμενης κρίσης, θα ήταν η διαρκής και συχνά ραγδαία καταστροφική σπειροειδής περιδίνηση προς τα κάτω. Αλλά, που η κάθε διαδοχική σπείρα θα απλώνει και θα βαθαίνει το πρόβλημα, με τρόπο που από κάποια στιγμή και ύστερα η ανάταξη θα γίνεται όλο και πιο ακατόρθωτη.
Και ως επιστήμονας γνώριζε, ότι ένας από τους παράγοντες αυτής της επικείμενης κατάρρευσης, που απειλούσε τους αρμούς μιας ήδη ετοιμόρροπης κοινωνικής ενότητας να τρίζουν ήταν το ασφαλιστικό. Που συμπύκνωνε όλο το δράμα που εξελίσσονταν ανάμεσα στα διλήμματα της παραπαίουσας πολιτικής εκπροσώπησης και της αυτόνομης καταστροφικής περιδίνησης του προβλήματος. Και ως υπεύθυνος επιστήμονας και «ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί», με βάση «τη μυστική βουή των πλησιαζόντων γεγονότων», και τη σύνεση που επέβαλλαν τα δεδομένα, πρότεινε μια θαρραλέα επαναδόμηση της συλλογικότητας. Να μοιραστούμε δίκαια και ηθικά τους κινδύνους που ανερώτητα έρχονται.
Και κατέθεσε με τόλμη την άποψή του. Σεβάστηκε την πραγματικότητα και έμμεσα σεβάστηκε και τον πολίτη, προς τον οποίο το χρέος του είναι να του λέει την αλήθεια. Σεβάστηκε ακόμη και τις επερχόμενες γενεές οι οποίες ήταν – και είναι – στο στόχαστρο της οικονομικής κρίσης. Και συντάχτηκε με τα άριστα αν και επώδυνα. Και μας άφησε παρακαταθήκη ένα ήθος και ένα ύφος. Τόσο αναγκαία και τα δυο σ αυτή την έρημο του κυνισμού που διανύουμε.
Μας κληροδότησε όμως και κάτι ακόμη εξίσου σημαντικό: Ένα ύψιστο μάθημα πολιτικής δεοντολογίας: Με την τόλμη του ανέδειξε θα λέγαμε ένα «συμβάν» σε ιδρυτικό γεγονός μιας άλλης εποχής που έπρεπε να είχε ξεκινήσει πολύ πριν. Ένα ιδρυτικό γεγονός, όμως, που εξαιτίας του βάρους του, έτεμνε το χρόνο στα δύο. Και ταρακουνούσε την ως τότε λιμνάζουσα «τάξη». Και πρότεινε έναν άλλο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, που θα έδινε ή θα μπορούσε να δώσει, νόημα στην κίνηση της ιστορίας να βρει έναν αυθεντικότερο και σωτήριο προσανατολισμό. Ήτοι την απαρχή μιας υγιούς, λειτουργικής και βιώσιμης μεταρρύθμισης. Και το έκανε αυτό αδιαφορώντας για το αν «Εκείνο τ΄Όχι το σωστό» θα το πλήρωνε.
Δε δίστασε.
Γιατί, ως υπεύθυνος επιστήμονας και εξίσου υπεύθυνος πολιτικός, γνώριζε ότι η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται πάντοτε από τις επιθυμίες συγκυριακών πλειονοτήτων ή ακόμη και δημοψηφισματικών προσεγγίσεων. Η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο από την ορθή ανάγνωση και διάγνωση της πραγματικότητας. Της μόνης που αλάνθαστα γνωρίζει να παρακάμπτει τα επιχρίσματα ενός δήθεν ρόδινου μέλλοντος, που διαμορφώνεται υπό τους ήχους κουρδισμένων ορχηστρών. Το γνώριζε και με τόλμη εισηγείται επώδυνα, αλλά και σωτήρια αναχώματα σ ένα τσουνάμι που αφεύκτως έρχονταν. Και όσο και αν λοιδωρήθηκε και πετροβολήθηκε από εχθρούς και «φίλους» «αν ρωτιούνταν πάλι», είμαι βέβαιος πως, «όχι θα ξαναέλεγε» και πάλι.
Και δυστυχώς χρειάστηκε το πλήρωμα του χρόνου, και να φτάσουμε κρεμασμένοι στην άβυσσο, για να πεισθούμε, οι πολλοί έστω, να δικαιώσουμε τον κ. Γιαννίτση. Και σήμερα να αναμένουμε ευγνωμονούντες το λόγο του. Το δέος που ανάφερα στην αρχή έχει να κάνει με την παρακαταθήκη αυτή. Όσο για τη δική μας ευθύνη, έστω η παραμυθία ότι «έκαστον των πριν υπαρξάντων προς το τελευταίον εκβάν κρίνεται»
Σας ευχαριστώ
0 Comments Leave a comment